Πικρή στιγμή
Πρικιά στιγμή όντε θωρείς οπίσω με τη σκέψη,
τα πρωτινά σου πού `ρθενε ο χρόνος να τα κλέψει.
Σα ρήγισσα η θύμηση ανασκαλεύει γέλια
και τρέχει ο νους ολόδροτος σαν τα μικιά κοπέλια.
Παίζει, γελά και κολυμπά στα κύματα τση νιότης,
μα σα μελτέμι έρχεται ο χρόνος ο προδότης.
Ξεθεμελιώνει τσι χαρές και χτίζει τσ` αναμνήσεις,
κι εσύ στα καταλύματα θέλεις να πας να ζήσεις .
Χωρίς να ψάχνεις τ` αύριο και δίχως να σε μέλει,
κρυφτό να παίζεις του καιρού ως έκανες κοπέλι.
Ύστερα, το κυνηγητό θα παίζεις με το χρόνο,
μα `κείνος τρέχει, δυστυχώς, κι αυτός κερδίζει μόνο,
κι αν του ζητήξεις αφορμές να παίξεις, να σου δώσει,
σου λέει πως τελειώσανε, γιατί `χεις μεγαλώσει.