Σε θάλασσα και κόλαση (Γιώργος Πρωτοπαπαδάκης)
Για μιαν ανάσα δανεική, που μου 'δωσε η Μοίρα,
έχω μεγάλο δίλημμα, που θα την χαλαλίσω.
Σε δύο μάτια θάλασσες, απέραντες γαλάζιες,
κρυφές και αταξίδευτες, απ' τους θαλασσοπόρους.
Και σε μια κόλαση αγκαλιά, φιλόξενη, μεγάλη,
που ανασταίνει και νεκρούς, μες στις καυτές της φλόγες.
Για μίαν ανάσα, μια στιγμή, στο βήμα του θανάτου,
πήρα μεγάλη απόφαση και ρώτησα το νου μου.
-Να μη σιμώνεις θάλασσες, μ' απάντησε και μου 'πε,
μα τη δική σου τη φωτιά και δέκα δε τη σβήνουν.
Ούτε στη κόλαση μη πας, η αγκαλιά θηλιά ΄ναι
και θα σε πνίξει πριν το δεις και πριν το καταλαβεις.
Για μιαν ανάσα, τη στερνή, πριν κόψει η κλωστή μου,
απ' τη καρδιά μου ζήτησα, να πει τη συμβουλή της.
-Να πέσεις μες στις θάλασσες, να νιώσεις τη δροσιά τους,
να κολυμπήσεις σα παιδί στο κύμα τους το άσπρο.
Ύστερα μες στη κόλαση, πήγαινε να στεγνώσεις,
γιατί 'ναι ο έρωτας φωτιά, στης αγκαλιάς τη μέση.
Έδωσα την ανάσα μου κι είμαι στην αγκαλιά σου,
κοιτάζω και τα μάτια σου και ταξιδεύω πάλι.
Στερνή στιγμή, μα είναι πολύ, αυτό το τόσο λίγο
και παίρνω ανάμνηση ζωής, για την ζωή την άλλη.
Αν έρθεις κάποτε και συ, θα σου χρωστώ χατήρι
κι ας ήτανε αυτή η στιγμή, ότι από σένα πήρα...